Η αλλαγή του εκλογικού συστήματος ως κριτήριο δημοκρατικής και συνταγματικής αξιοπιστίας

Του Γιώργου Χ. Σωτηρέλη *


Σωτηρέλης-1024x876

Βρισκόμαστε μια εβδομάδα πριν από τις εκλογές και αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις είναι φανερό ότι και αυτή η εκλογική αναμέτρηση, όπως και οι προηγούμενες,  θα έχουν ως αρνητικό πρωταγωνιστή το εκλογικό σύστημα. Δεν πρόκειται εν προκειμένω για έναν απλό επηρεασμό της εκλογικής βούλησης, όπως συμβαίνει με άλλα εκλογικά συστήματα. Το ισχύον εκλογικό σύστημα οδηγεί σε μια πολλαπλή νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος, η οποία μάλιστα δεν αφορά μόνο την ανάδειξη του πρώτου κόμματος, των κομμάτων που θα εισέλθουν στην Βουλή και των βουλευτών αλλά και την ίδια την διάταξη των πολιτικών δυνάμεων στο πλαίσιο του ισχύοντος πολιτικού συστήματος. Ειδικότερα:

Α. Το ισχύον εκλογικό σύστημα χαρακτηρίζεται από έναν θεσμικό παραλογισμό, ο οποίος είναι, ταυτόχρονα, βαθύτατα αντιδημοκρατικός και κραυγαλέα αντισυνταγματικός. Πρόκειται για την δυσμενή μεταχείριση των συνασπισμών απέναντι σε μεμονωμένα κόμματα ως προς την απονομή του εκλογικού πριμ των 50 εδρών, που αποτρέπει πλήρως τις προεκλογικές συνεργασίες, αφού ένας συνασπισμός με 51% θα έπαιρνε λιγότερες έδρες από ένα μεμονωμένο κόμμα με 35%. Το αποτέλεσμα είναι φανερό: ο ψηφοφόρος αδυνατεί να επιλέξει εκ των προτέρων, με όρους πολιτικής διαφάνειας και καθαρότητας, έναν συνασπισμό πολιτικών δυνάμεων που θα βασιζόταν σε προγραμματικές συγκλίσεις. Αντίθετα, διακινδυνεύει να δει την ψήφο του να φαλκιδεύεται σε ευκαιριακές μετεκλογικές συνεργασίες, με σαθρή προγραμματική βάση ενδεχομένως δε και με κόμματα που του προκαλούν απέχθεια και που ποτέ δεν θα τα αποδεχόταν σε έναν προεκλογικό συνασπισμό.

Η συγκεκριμένη ρύθμιση του εκλογικού νόμου, βέβαια, είναι κραυγαλέα αντισυνταγματική, όπως είχε κρίνει με αναλυτική και τεκμηριωμένη γνωμοδότηση ο αείμνηστος Δάσκαλός μου Αριστόβουλος Μάνεσης, ως Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής (επικαλούμενος, μάλιστα, και την σχετική συναφή νομολογία του Εκλογοδικείου). Ωστόσο στο σημείο αυτό το σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας στη χώρα μας πάσχει, διότι δεν έχουμε προληπτικό έλεγχο, από Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά μόνον έλεγχο μετά από τις εκλογές, από το Εκλογοδικείο. Άρα κανένα κόμμα δεν διακινδυνεύει να κατέλθει σε συνασπισμό  με άλλο κόμμα και ως εκ τούτου ο νόμος, παρότι αντισυνταγματικός, λειτουργεί εντελώς αποτρεπτικά (εξ ού και ο ΣΥΡΙΖΑ μετασχηματίσθηκε, έστω και τραυματικά, σε ενιαίο κόμμα) και δεν αφήνει περιθώρια να αμφισβητηθεί δικαστικά η συνταγματικότητά του…

Β. Αλλά και ως προς τα μεμονωμένα κόμματα, ο ισχύων εκλογικός νόμος χαρακτηρίζεται από μείζονα προβλήματα δημοκρατικότητας και συνταγματικότητας, τα οποία μάλιστα παροξύνονται διαρκώς, λόγω των σημερινών πολιτικών δεδομένων. Αναφερόμαστε στο εκλογικό πριμ του πρώτου κόμματος, το οποίο στην ισχύουσα εκδοχή του (50 έδρες και δυσμενής μεταχείριση των συνασπισμών) είναι πολύ πιο προβληματικό από την αρχική εκδοχή του (40 έδρες, με τον νόμο Σκανδαλίδη, τις οποίες μπορούσαν να πάρουν και συνασπισμοί), πολλώ δε μάλλον αν συνυπολογίσουμε και την προϊούσα ανατροπή των δεδομένων του τότε πανίσχυρου δικομματισμού. Η προβληματικότητα αυτή έγκειται, ιδίως, στα εξής σημεία:

Πρώτον, στην παραβίαση της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου ως προς την ανάδειξη του πρώτου κόμματος, καθώς το εκλογικό δώρο των 50 εδρών απονέμεται χωρίς κανένα κριτήριο, τόσο ως προς το ποσοστό όσο και ως προς την διαφορά πρώτου και δεύτερου κόμματος. Αρκεί να σκεφθεί κανείς τις εκλογές του Μαΐου του 2012, στις οποίες η Νέα Δημοκρατία, με 18,85%, έπαιρνε το εκλογικό πριμ των 50 εδρών, το οποίο υπολειπόταν ελάχιστα  του αριθμού των εδρών που αντιστοιχούσε στο ποσοστό της (58 έδρες).

Δεύτερον, στην υπέρμετρη συμπίεση των μικρότερων κομμάτων, τα οποία δεν ψηφίζονται από έναν μεγάλο αριθμό εν δυνάμει ψηφοφόρων τους μόνο και μόνο λόγω της τεχνητής πόλωσης που επιβάλλεται από το εκλογικό σύστημα (δηλ. με αποκλειστικό κριτήριο την άκριτη και χωρίς προϋποθέσεις απονομή του εκλογικού πριμ σε ένα από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα).

Τρίτον, στην πλήρη παραβίαση της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου σε ορισμένες εκλογικές περιφέρειες, ιδίως δε στις τετραεδρικές, στις οποίες ο κανόνας είναι ότι το πρώτο κόμμα στην επικράτεια (ακόμα και με πολύ χαμηλά ποσοστά αλλά και με ελάχιστη διαφορά από το δεύτερο, κατά τα ανωτέρω) καταλαμβάνει το σύνολο των εδρών (ή τουλάχιστον τις 3), χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν ούτε καν το ποιο είναι το πρώτο κόμμα στην συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια.

Στο σημείο λοιπόν αυτό ανακύπτει ξανά το ερώτημα:

Γιατί δεν έχει αλλάξει έως τώρα αυτός ο πολιτικά και συνταγματικά άκρως προβληματικός, σε κάποια δε σημεία και εκτρωματικός, εκλογικός νόμος;

Το ερώτημα αυτό, βέβαια, δεν αφορά κυρίως την Νέα Δημοκρατία, διότι αυτή τον ψήφισε, όπως ισχύει σήμερα, και αυτή ευνοήθηκε προνομιακά και εξακολουθεί να ευνοείται από αυτόν. Δεν θα ήταν μάλιστα υπερβολή να πούμε ότι η ΝΔ κυριολεκτικά διασώθηκε ως κόμμα, χάρη στον εκλογικό αυτό νόμο, διότι με ένα άλλο εκλογικό σύστημα, που θα σεβόταν στοιχειωδώς την ισοδυναμία της ψήφου και την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ήταν πολύ πιθανόν να έχει την τύχη του ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές του Μαΐου του 2012, καθώς είχε λάβει μόλις 18,85%, ενώ στις εκλογές του Ιουνίου, λόγω της τεχνητής πόλωσης που σχετίζεται με το εκλογικό δώρο, εκτινάχθηκε σχεδόν στο 30%, αναδεικνυόμενη έκτοτε, με τα δεκανίκια του εκλογικού της συστήματος, σε έναν από τους δύο πόλους του νέου –και εμφανώς συρρικνωμένου– δικομματισμού.

Το ερώτημα λοιπόν αφορά προεχόντως τρία κόμματα:

Εν πρώτοις το ΠΑΣΟΚ και την ΔΗΜΑΡ, που αποτέλεσαν αργότερα, μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, τους κυβερνητικούς  εταίρους της Νέας Δημοκρατίας. Κατ’ αρχάς ερωτάται: γιατί δεν επέβαλαν αλλαγή του εκλογικού συστήματος μετά τις εκλογές του Μάϊου του 2012, όταν είχαν λάβει συνολικά 19,31% (και άρα, συνασπιζόμενα,  ξεπερνούσαν τόσο την Νέα Δημοκρατία όσο και τον ΣΥΡΙΖΑ του 16,78 %;). Η ευθύνη, βέβαια, εν προκειμένω, βαρύνει κυρίως την ΔΗΜΑΡ, η οποία αρνήθηκε τότε να συμπράξει σε μια  τρικομματική κυβέρνηση στην οποία οι δυνάμεις της κεντροαριστεράς θα είχαν βαρύνοντα -αν όχι ισότιμο- ρόλο, για να το κάνει αργότερα, με πολύ δυσμενέστερους για τις δυνάμεις αυτές όρους και με τα γνωστά, ως προς την συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ, αποτελέσματα.

Αλλά και μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, όταν συγκροτήθηκε τελικά η τρικομματική κυβέρνηση, γιατί αυτές οι δύο πολιτικές δυνάμεις δεν έθεσαν την αλλαγή του εκλογικού συστήματος ως μείζονα προϋπόθεση της συνεργασίας; Και περαιτέρω: γιατί το ΠΑΣΟΚ, όταν παρέμεινε ο μόνος κυβερνητικός εταίρος, μετά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ, δεν εκμεταλλεύθηκε την περίσταση για να το επιβάλει και άφησε ελαφρά τη καρδία την ευκαιρία να διασωθεί πολιτικά και να μην οδηγηθεί στο ναυάγιο του 4,5%; Δεν έχω ακούσει έως τώρα καμία πειστική απάντηση, ούτε από την ΔΗΜΑΡ (η οποία επίσης κατέληξε σε ναυάγιο, με 0,5%) ούτε από το ΠΑΣΟΚ. Το μόνο που έγινε, και που θυμίζει φαρσοκωμωδία, είναι ότι και τα δύο κόμματα, όταν απομακρύνθηκαν από την κυβέρνηση, κατέθεσαν από μια –παραπλήσια– πρόταση νόμου, που προβλέπει σύστημα απλής αναλογικής, δηλαδή το ισχύον χωρίς το πριμ των 50 εδρών (και κατ’ επέκτασιν χωρίς διάκριση συνασπισμών και μεμονωμένων κομμάτων, διότι καθίσταται άνευ αντικειμένου).

Την μεγαλύτερη πάντως ευθύνη για την μη αλλαγή του εκλογικού συστήματος την έχει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κυβέρνησε επτά μήνες και άρα είχε πλήρη άνεση χρόνου για να καταθέσει ένα επεξεργασμένο εκλογικό νομοσχέδιο, που θα καθιέρωνε είτε ένα ευρύτατα αποδεκτό σύστημα απλής αναλογικής, ώστε να ψηφισθεί από τα 2/3 της Βουλής (με μόνη πιθανή αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας) και να ισχύσει αμέσως είτε, έστω, ένα εκλογικό σύστημα περισσότερο συμβατό με την σημερινή πολιτική πραγματικότητα, που θα ψηφιζόταν με απλή πλειοψηφία αλλά θα ίσχυε από τις μεθεπόμενες εκλογές. Ένα τέτοιο σύστημα θα είχε ως βάση την απλή αναλογική αλλά θα μπορούσε να περιλαμβάνει και ασφαλιστικές δικλείδες κυβερνησιμότητας (πχ να μπορεί ένα κόμμα ή ένας συνασπισμός, αδιακρίτως, να κατακτά την αυτοδυναμία, με άμεση ή έμμεση πριμοδότηση,  αν πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις σαν αυτές που αναφέραμε προηγουμένως, αν ξεπερνά δηλαδή ένα υψηλό ποσοστό, πχ πάνω από 44%, και ταυτόχρονα έχει μια σοβαρή διαφορά, πχ δύο μονάδες, από το δεύτερο). Παράλληλα, δε, με ένα τέτοιο ευρύτερο εκλογικό νομοσχέδιο θα μπορούσε να υπάρξει, επιτέλους ρύθμιση και για την αναδιάταξη των εκλογικών περιφερειών, η οποία σήμερα παράγει επίσης σκανδαλώδεις εκλογικές ανισότητες ως προς την εκλογή των βουλευτών, πέρα από το ότι δημιουργεί, από πλευρά πολιτικής νομιμοποίησης, βουλευτές δύο ταχυτήτων. Τέλος, αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να επιδείξει πράγματι ριζοσπαστική αντίληψη για την αλλαγή του πολιτικού συστήματος, θα μπορούσε να επιφέρει και ένα καίριο κτύπημα στον πυρήνα –ή μάλλον στην μήτρα– της πελατειακής συναλλαγής, καταργώντας τον σταυρό προτίμησης και  επιλέγοντας είτε την καθαρή κομματική λίστα (σαν αυτή που ισχύει σε αυτές τις εκλογές) είτε την –μάλλον προτιμητέα– ανατρεπόμενη λίστα, δηλαδή την λίστα που αποτυπώνει μεν κατ’ αρχήν την επιλογή του κόμματος αλλά η σειρά μπορεί να ανατραπεί, με συγκεκριμένο αριθμό σταυρών, από τους ψηφοφόρους (πχ το σύστημα της Σουηδίας).

Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε τίποτε από όλα αυτά, επιδεικνύοντας, τόσο ως αξιωματική αντιπολίτευση όσο και  –ιδίως– ως κυβέρνηση, τον ίδιο πολιτικό μακιαβελισμό με την Νέα Δημοκρατίας. Το κύριο χαρακτηριστικό της στάσης του ήταν οι συνεχείς και συχνά κυνικές υπεκφυγές και υπαναχωρήσεις, στις οποίες μάλιστα κατέφευγαν, όταν δεν σιωπούσαν αιδημόνως, και οι ανεκδιήγητοι ακροδεξιοί σύμμαχοι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και οι  αποχωρήσαντες από αυτόν (με τιμητική εξαίρεση, παρά τις υπερβολές του, τον Μανώλη Γλέζο). Δεν αντέχω δε στον πειρασμό να σχολιάσω ότι τόσο οι μεν –ιδίως δια του αρχηγού τους– όσο και οι δε (ιδίως τα επιφανέστερα σήμερα στελέχη της ΛΑΕ) υπήρξαν στο παρελθόν  διαπρύσιοι κήρυκες της απλής αναλογικής αλλά και λαλίστατοι, κατά τα άλλα, ως προς τα ζητήματα συνταγματικότητας (καταγγέλλοντας πομπωδώς –πλην άκριτα και συνήθως με παντελή άγνοια του Συντάγματος– κάθε τι με το οποίο διαφωνούσαν πολιτικά και αναδεικνυόμενοι έτσι, μαζί με ορισμένους συναδέλφους μου που τους σιγοντάριζαν, σε πρωταθλητές ενός ανεύθυνου και εν τέλει ασυνεπούς  συνταγματικού λαϊκισμού… ).

Έτσι χάθηκε η ευκαιρία αλλαγής ενός από τους χειρότερους εκλογικούς νόμους που γνώρισε η χώρα, ιδίως αφότου άλλαξαν τα πολιτικά δεδομένα και αναδείχθηκαν ανάγλυφα και σε όλη τους την έκταση τα αρνητικά του σημεία. Κατά συνέπειαν αποδείχθηκε, για μια ακόμη φορά, η πολιτική ανυποληψία των κομμάτων που ασκούν εξουσία, και μάλιστα –δυστυχώς– ασχέτως του αν ανήκουν στο παλαιό πολιτικό κατεστημένο (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ) ή στις δυνάμεις που φιλοδόξησαν να εκφράσουν την ριζική αλλαγή του (ΣΥΡΙΖΑ και, δευτερευόντως, ΔΗΜΑΡ).

Παρά όμως τις εν λόγω μικροπολιτικές επιλογές, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν, όπως είπαμε και αρχικά, ότι το αποτέλεσμα είναι ανοιχτό και ότι ενδέχεται ο ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει θύμα της μακιαβελικής επιλογής του (η οποία είναι φανερό ότι εν τέλει ευνοεί περισσότερο την Νέα Δημοκρατία, αναγορεύοντάς την, ως μη ώφειλε, σε συνολική έκφραση ενός αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου, με κριτήριο βέβαια την απονομή του εκλογικού πριμ). Το ίδιο ισχύει και για την σύμπραξη ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, η οποία και πάλι φαίνεται ότι θα συμπιεσθεί δραματικά, λόγω της πολιτικής πόλωσης, πληρώνοντας τις τραγικές ως προς το ζήτημα αυτό –και εν πολλοίς ανεξήγητες– παραλείψεις των προηγούμενων ηγεσιών τους. Με άλλα λόγια, η πολιτική ασυνέπεια των δύο βασικών φορέων του προοδευτικού χώρου (δηλ. του χώρου της «κυβερνώσας» Αριστεράς) στο ζήτημα αυτό δεν αποκλείεται να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο για μια τεχνητή μεν πλην πολιτικά καθοριστική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων εις βάρος τους, που ενδέχεται μάλιστα να σφραγίσει τις επερχόμενες εξελίξεις. Ακόμη όμως και αν αυτό δεν συμβεί, και προσωπικά εύχομαι να μην συμβεί, το ζήτημα παραμένει ανοιχτό. Θα θέσουν οι δύο αυτές πολιτικές δυνάμεις, ενδεχομένως και στο πλαίσιο μιας ευρείας κυβερνητικής συνεργασίας, την αλλαγή του εκλογικού συστήματος ως πρώτη πολιτική προτεραιότητα; Ή θα πρυτανεύσουν και πάλι μικροκομματικές, μυωπικές και θεσμικά τραυματικές πολιτικές επιλογές, όπως επανειλημμένα έχει συμβεί, τόσο από κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ όσο και από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ;

Αυτό δηλαδή που θέλουμε να τονίσουμε, εν κατακλείδι, είναι ότι το εκλογικό σύστημα δεν είναι ένα απλό ζήτημα πολιτικού τακτικισμού, ευκαιριακά ενταγμένο στην προοπτική κατάκτησης ή διατήρησης της εξουσίας. Εντάσσεται, μαζί με άλλα θεσμικά ζητήματα (όπως πχ η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας ή η συνταγματική αναθεώρηση), στα μείζονα διακυβεύματα της λειτουργίας μιας σύγχρονης δημοκρατίας, καθώς επηρεάζει καθοριστικά τόσο την ελεύθερη και ανόθευτη έκφραση της λαϊκής βούλησης όσο και την αφαλκίδευτη διαμόρφωση του εκάστοτε συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων. Ως εκ τούτου τα κόμματα, και ιδίως τα κόμματα που θέλουν να λέγονται «προοδευτικά» και «αριστερά», οφείλουν να αντιμετωπίζουν αυτό το ζήτημα (όπως και τα προαναφερθέντα) πρώτα και πάνω από όλα ως ζητήματα αρχής, ως ζητήματα δηλαδή που αποτελούν αποφασιστικό κριτήριο όχι μόνον ως προς την δημοκρατική τους συνέπεια αλλά και ως προς την πολιτική και συνταγματική τους αξιοπιστία.

 

* Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών