Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων: Το νομοσχέδιο Φλωρίδη καταργεί κάθε έννοια κράτους δικαίου – Τυχόν ψήφισή του θα προκαλέσει αφόρητη ανασφάλεια δικαίου

H Ενωση Ελλήνων Ποινικολόγων ασκεί κριτική στο Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, γιά τους Νέους Ποινικούς Κώδικες, που κατατέθηκε στην Βουλή και ξεκίνησε να συζητείται. Οι Ελληνες Ποινικολόγοι χαρακτηρίζουν «άκρως προβληματικό» το κατατεθέν στη Βουλή κείμενο και τονίζουν ότι, «συνολικώς εκτιμώμενο, το νομοσχέδιο χαρακτηρίζεται από νομοτεχνική προχειρότητα, τιμωρητικό / αντι-φιλελεύθερο πνεύμα και άγνοια των πρακτικών αναγκών της ποινικής διαδικασίας».

«Η ψήφιση των διατάξεων του νομοσχεδίου αναμένεται να προκαλέσει:

α) συμφόρηση των ποινικών ακροατηρίων

β) υπερ-κορεσμό των σωφρονιστικών καταστημάτων και κοινωνικό εξοστρακισμό μη επικίνδυνων παραβατών

γ) οξύτατα προβλήματα διαχρονικού δικαίου και ισότητας ενώπιον του νόμου

δ) πτώση της ποιότητας των δικαστικών αποφάσεων και αύξηση των εξ αυτών ουσιαστικώς ή νομικώς λανθασμένων

ε) αφόρητο περιορισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων

στ) υποβάθμιση του ρόλου των συνηγόρων

ζ) ανατροπή της δικαιοπολιτικής και δογματικής ισορροπίας του ποινικού μας συστήματος”.

Για την επεξεργασία ενός νομοσχεδίου αυτού του εύρους έπρεπε αυτονοήτως να έχει συσταθεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή, με πρόσωπα υψηλού κύρους προερχόμενα από όλους τους συμμετέχοντες στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης φορείς.

Συνολικώς εκτιμώμενο, το νομοσχέδιο χαρακτηρίζεται από νομοτεχνική προχειρότητα, τιμωρητικό / αντι-φιλελεύθερο πνεύμα και άγνοια των πρακτικών αναγκών της ποινικής διαδικασίας.

Η αύξηση του ανώτατου ορίου της πρόσκαιρης κάθειρξης από 15 σε 20 έτη ουδόλως στηρίζεται σε εμπειρικά δεδομένα και αντιβαίνει στην διεθνή πρακτική. Έγκυρες ανά τον κόσμο έρευνες έχουν καταδείξει ότι η επιμήκυνση του χρόνου κράτησης δεν «σωφρονίζει» αλλά από-κοινωνικοποιεί τους κρατουμένους και αυξάνει τον κίνδυνο υποτροπής τους.

Ο συνδυασμός της προτεινόμενης ρύθμισης με την αύξηση του εντός φυλακής εκτιτέου τμήματος της ποινής και την δυσχέρανση της υφ’ όρον απολύσεως θα ενισχύσει την εγκληματογόνο επίδραση της φυλακής, θα εμποδίσει την ομαλή επανένταξη των κρατουμένων και θα υπονομεύσει την ασφάλεια των σωφρονιστικών καταστημάτων.

Αδικαιολόγητη είναι και η αύξηση του ελάχιστου ορίου παραμονής των ανηλίκων παραβατών από τα 8 στα 10 έτη, η οποία αντιστρατεύεται το πρωτείον της διαπαιδαγώγησης και επανένταξής τους.

Τούτο, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις για την αναστολή εκτελέσεως και μετατροπή της ποινής και την άπαξ μείωση του πλαισίου της ποινής, θα οδηγήσει σε μαζικές και άδικες φυλακίσεις για πράξεις μειωμένης απαξίας με καταστρεπτικά αποτελέσματα για τους καταδικαζομένους και τις οικογένειές τους.

Το προβλεπόμενο ανώτατο όριο του ενός έτους για την αναστολή της ποινής είναι άκρως ανελαστικό και περιορίζει υπέρμετρα την εξουσία του δικαστηρίου να προσαρμόσει την ποινή και τον τρόπο έκτισής της στην προσωπικότητα του καταδικασθέντος.

Επιπλέον, ο άνευ διακρίσεως αποκλεισμός της αναστολής εκτελέσεως της ποινής επί προηγούμενης καταδίκης ακόμη και για εξ αμελείας πλημμέλημα, το οποίο ενδέχεται μάλιστα να είναι κατά την φύση του τελείως άσχετο με την υπό κρίση πράξη, αντιβαίνει στην θεμελιώδη αρχή της εξατομίκευσης της ποινής και καθιστά υποχρεωτικό τον εγκλεισμό στην φυλακή καταδικασθέντων για τους οποίους αυτός εμφανώς αντενδείκνυται.

Η προσθήκη των «χαρακτηριστικών του εγκλήματος» στα κριτήρια της χορήγησης της υφ’ όρον απόλυσης μετατρέπει τον πολύτιμο αυτόν για την επανένταξη θεσμό σε τιμωρητικό εργαλείο, που αποθαρρύνει την καλή διαγωγή εντός της φυλακής και
ευνοεί την ανισότητα και αυθαιρεσία στην λήψη των σχετικών αποφάσεων. Ο κίνδυνος τελέσεως εγκλημάτων περιλαμβάνεται ήδη στα κριτήρια του ισχύοντος α. 106 ΠΚ.

Η ανάκληση εξ άλλου της υφ’ όρον απόλυσης λόγω καταδίκης για οποιοδήποτε αδίκημα (και όχι μόνο για εκ δόλου τελεσθέν) σε ποινή ανώτερη του ενός έτους υποσκάπτει την καλή λειτουργία του θεσμού και την επανένταξη του απολυθέντος.

Η προς εκφοβισμόν νομοθετική απαγόρευση της αναστολής και μετατροπής της ποινής παραβιάζει την συνταγματική υποχρέωση σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, καθώς και την διάκριση των εξουσιών, καθόσον ο νομοθέτης σφετερίζεται έργα που ανήκουν στον δικαστή. Η δε απαγόρευση της ανασταλτικής δύναμης της έφεσης παραβιάζει και το τεκμήριο αθωότητας.

Η άνευ διακρίσεως σημαντική αύξηση των σωρευτικώς προς την κάθειρξη προβλεπόμενων χρηματικών ποινών δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας. Προτείνεται η διατήρηση των υφιστάμενων χρηματικών ποινών (με προσαρμογή τους εφ ́όσον καταργηθεί το σύστημα των ημερησίων μονάδων).

Η ακραία αύξηση των ποινών για το λόγω αδίκημα στο σ/ν είναι λυπηρό δείγμα αμήχανης «συμβολικής» ποινικής νομοθεσίας, με την οποία επιχειρείται η αντιστάθμιση της παρατηρούμενης ανεπάρκειας του κρατικού μηχανισμού για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών στα δάση. Η προβλεπόμενη δήμευση συνιστά εξ άλλου απαγορευμένη από το Σύνταγμα παρεπόμενη ποινή, καθ’ όσον δεν συνδέεται με τις προϋποθέσεις της δήμευσης ως παρεπόμενης ποινής (ΠΚ 68) ή μέτρου ασφαλείας (ΠΚ 76) αλλ’ επιβάλλεται αυτοτελώς ως επιπλέον ασυνάρτητη προς το έγκλημα του εμπρησμού ποινή. Ομοίως, αντιβαίνει στα άρθρα 17 και 49 παρ. 3 ΧΘΔΕΕ και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Το προτεινόμενο κατώτατο όριο της φυλάκισης των δύο ετών είναι δυσανάλογα υψηλό, καθόσον δεν λαμβάνει υπόψη του περιπτώσεις στις οποίες συντρέχει υψηλός βαθμός συνυπαιτιότητας του θύματος (ιδίως σε τροχαία ατυχήματα) και άλλες μειωτικές του βαθμού της αμέλειας του κατηγορουμένου περιστάσεις. Σημειωτέον ότι, στον προϊσχύσαντα ΠΚ του 1950 προβλεπόταν ελάχιστη ποινή τριών μηνών (όπως και στον ισχύοντα).

Η προτεινόμενη κατάργηση της απλής δυσφήμησης ως αξιόποινης πράξης είναι λίαν προβληματική. Ο ΠΚ (τόσον ο προϊσχύσας όσον και ο ισχύων) προστατεύουν την τιμή και την υπόληψη με ένα προσεκτικά εναρμονισμένο πλέγμα διατάξεων που εξασφαλίζουν την ορθή ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και της προστασίας της τιμής και της υπόληψης που δικαιούνται «απόλυτης» προστασίας σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 5 παρ. 2). Οι διατάξεις αυτές έχουν τύχει πλήρους επεξεργασίας από την νομολογία των ποινικών και των αστικών δικαστηρίων και
εφαρμόζονται χωρίς προβλήματα.

Η σχεδιαζόμενη νομοθετική επέμβαση ανατρέπει πλήρως το κατά τα ανωτέρω ισορροπημένο σύστημα προστασίας και επιτρέπει την ατιμωρητί προβολή συκοφαντικών ισχυρισμών με ενδεχόμενο δόλο αλλά και την ατιμωρητί διάδοση βλαπτικών της τιμής αληθών γεγονότων που ανάγονται στην συνταγματικώς προστατευόμενη ιδιωτική και οικογενειακή ζωή (άρθρο 9 παρ. 1 εδ β ́ Συντάγματος).

Η αντικατάσταση της γραπτής γνώμης του Εισαγγελέα πριν από την έκδοση της διάταξης του ανακριτή για την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης ή των περιοριστικών όρων με την προφορική ακρόαση του Εισαγγελέα αφενός υποβαθμίζει το ρόλο του Εισαγγελέα κατά το στάδιο της ανάκρισης και αφετέρου στερεί από τον ανακριτή ένα χρήσιμο σημείο αναφοράς για τη διαμόρφωση της κρίσης του.

Γενικότερα παρατηρείται ότι η διεύρυνση της απευθείας κλήσης των κακουργημάτων στο ακροατήριο θα αυξήσει με βεβαιότητα τον όγκο των υποθέσεων, που παραπέμπονται στο ακροατήριο με συνέπεια την επιβράδυνση της ακροαματικής διαδικασίας.

Η προτεινόμενη ρύθμιση παραβλέπει η έφεση οδηγεί σε πλήρη επανεξέταση της υπόθεσης και εκ νέου αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων. Η (ανέλεγκτη) ευχέρεια του Εισαγγελέα να παραλείπει την κλήτευση και επανεξέταση ουσιωδών μαρτύρων θα μετατρέψει τη δευτεροβάθμια δίκη σε δίκη εξ εγγράφων σε βάρος όχι μόνο των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, αλλά και της διερεύνησης της ουσιαστικής αλήθειας. Η προβλεπόμενη υποχρέωση του Εισαγγελέα να καλεί δύο τουλάχιστον μάρτυρες, εφόσον ζητηθεί από τον κατηγορούμενο, αμβλύνει, αλλά δεν
εξουδετερώνει την ανωτέρω αντίρρηση.

Η κατάργηση της προϋπόθεσης της αμετάκλητης καταδίκης του φυσικού προσώπου (στελέχους κ.λπ. του ωφελούμενου νομικού προσώπου), η οποία προβλέπεται στο ισχύον α. 45 παρ. 1 εδ. τελευταίο, είναι αντίθετη προς κάθε έννοια κράτους δικαίου.

Πράγματι, δεν νοείται «τέλεση αξιόποινης πράξης» από φυσικό πρόσωπο, αν αυτή δεν διαπιστωθεί με δύναμη δεδικασμένου από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια με τους αποδεικτικούς και λοιπούς κανόνες της ποινικής διαδικασίας. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, ανατίθεται στην διοίκηση (!) η «διαπίστωση» τέλεσης αξιόποινης πράξης από φυσικό πρόσωπο ερήμην της ποινικής διαδικασίας εις βάρος του, κατά παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών αλλά και του τεκμηρίου αθωότητας του φερομένου ως δράστη. Ερωτάται, περαιτέρω, επί τη βάσει ποιών αποδεικτικών
στοιχείων θα αποφασίζει η διοίκηση για το αν «τελέστηκε» ή όχι αξιόποινη πράξη και για τα χαρακτηριστικά αυτής ώστε να επιμετρά εν συνεχεία την προσήκουσα διοικητική κύρωση;

Πρόκειται για πρωτοφανές συνονθύλευμα ποινικών και διοικητικών διαδικασιών και κυρώσεων, που ανατρέπει όλη την ισορροπία της ημεδαπής έννομης τάξης. Τυχόν ψήφισή του θα προκαλέσει αφόρητη ανασφάλεια δικαίου και θα εκθέσει ανεπανόρθωτα την χώρα μας διεθνώς.